- υπεργεννητικότητα
- η, Ν(βιολ.-κοινων.) υπερβολικά μεγάλη τιμή τής γεννητικότητας, που υπερβαίνει σημαντικά την αύξηση τής παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + γεννητικότητα. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. surnanalite].
Dictionary of Greek. 2013.